υψομετρία — η 1. η καταμέτρηση του ύψους ενός σημείου της γήινης επιφάνειας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, προσδιορισμός του υψομέτρου ή του υψοδείχτη, η υψομέτρηση. 2. μέθοδος για τη μέτρηση και αναπαράσταση της ανάγλυφης όψης της επιφάνειας της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
υψιμετρία — η, Ν βλ. υψομετρία … Dictionary of Greek
υψομέτρης — ο, Ν όργανο κατάλληλο για την υψομετρία, υψομετρικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypsometre (< ύψος + μέτρης* (< μέτρον). Η λ. ὑψομέτραι μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
υψομέτρηση — η, Ν υψομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύψος + μετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑψομέτρησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υψομέτρης — ο όργανο κατάλληλο για την υψομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υψομέτρηση — η η υψομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υψομετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υψομετρία ή το υψόμετρο (βλ. λ.): Υψομετρική διαφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)