υψομετρία

υψομετρία
και υψιμετρία, η, Ν
1. (γεωδ.-τοπογρ.) κλάδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση τού ύψους σημείων τού εδάφους από μια επιφάνεια αναφοράς, που είναι συνήθως η στάθμη τής θάλασσας
2. φρ. α) «βαρομετρική υψομετρία» — υψομετρία που γίνεται με χρήση βαρομέτρου ή θερμομέτρου
β) «τριγωνομετρική υψομετρία» — υψομετρία που γίνεται με τη χρήση θεοδολίχου ή ταχυμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypsometry < ύψος / ὕψι «ψηλά» + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υψομετρία — η 1. η καταμέτρηση του ύψους ενός σημείου της γήινης επιφάνειας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, προσδιορισμός του υψομέτρου ή του υψοδείχτη, η υψομέτρηση. 2. μέθοδος για τη μέτρηση και αναπαράσταση της ανάγλυφης όψης της επιφάνειας της γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • υψιμετρία — η, Ν βλ. υψομετρία …   Dictionary of Greek

  • υψομέτρης — ο, Ν όργανο κατάλληλο για την υψομετρία, υψομετρικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypsometre (< ύψος + μέτρης* (< μέτρον). Η λ. ὑψομέτραι μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • υψομέτρηση — η, Ν υψομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύψος + μετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑψομέτρησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υψομέτρης — ο όργανο κατάλληλο για την υψομετρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψομέτρηση — η η υψομετρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψομετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υψομετρία ή το υψόμετρο (βλ. λ.): Υψομετρική διαφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”